- διατυπώνομαι
- διατυπώνομαι, διατυπώθηκα, διατυπωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ … Dictionary of Greek
έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… … Dictionary of Greek
ελληνίζω — (AM ἑλληνίζω) νεοελλ. μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ. αρχ. μσν. γίνομαι ειδωλολάτρης αρχ. 1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά 2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό τής ελληνικής γλώσσας 3. μιλώ την κοινή Ελληνική 4.… … Dictionary of Greek
εμφωνώ — ἐμφωνῶ ( έω) (Α) 1. φωνάζω κάποιον, προσφωνώ 2. μέσ. ἐμφωνοῡμαι εκφράζομαι, διατυπώνομαι με όρους … Dictionary of Greek